Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Την ψυχή μου πνίγανε αδαμιαία φίδια και το μόνο που έκανες ήταν να ρωτήσεις εάν είσαι ένα από αυτά.. φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια φίδια

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Σπασμένα αγάλματα να νοσταλγούν την θλίψη σου στο μέλλον..


Και έτσι όπως τρέχαμε στο νερό σου είπα μην μ’ αφήσεις ποτέ. Και μου είπες πως τα κορμιά μας είναι σμιλευμένα να είναι εικαστικά έργα.. δεν Μπορούν να είναι μακριά.. και με αγκάλιασες. Η ζωή είναι σαν το νερό κυλάει όπου βρει χώρο να χαράξει την πορεία του, τον δρόμο του.. Θα είμαι εκεί θα σε βρίσκω πάντα στην γωνία να στρίβεις τσιγάρο.. μου το είχες υποσχεθεί.

Παρίστανα την θηλυκή σάρκα και εσύ τον αρσενικό κούρο και παίζαμε σε ένα θέατρο με ήρωες αγάλματα αρχαία Ελληνικά.. Αλλά δεν είχαμε χέρια μας τα είχε σπάσει ο χρόνος.. δεν μπορούσα να σε αγγίξω πια, αλλά ούτε και να έρθω στην γωνία να σε βρω, χωρίς πόδια.. σερνόμουν στην λάσπη ελπίζοντας πως κάποιος θα με βοηθούσε να έρθω εκεί.. Μα δεν υπήρχε κανείς, ήταν νύχτα και ποιος δίνει σημασία στις μέρες μας μία κόρη να σέρνεται. Το ντροπαλό βλέμμα μου δεν ήταν αρκετό για να το νιώσεις.. Πως μπόρεσες να διανύσεις τόσα χιλιόμετρα για να έρθεις μέχρι την γωνία μας;
Κάποιος μαέστρος σου έφτιαξε καινούργια πόδια και χέρια.. με βρήκες. Με σήκωσες στα καινούργια πλαστικά πλέον χέρια σου και αρχίσαμε πάλι να χορεύουμε . Θυμήθηκα τα παλιά. Φτιάξαμε καλύτερα θεατρικά από του Αριστοφάνη, γιατί τα φτιάξαμε οι ίδιοι και ήταν θεατρικά που δεν με άφηνες πότε από τα χέρια σου.. Ήμασταν οι καλύτεροι χορευτές..

Δεν με άφησες, με πέταξες και έσπασα, είχες ξεχάσει την ομορφιά μου.. Δεν είχα γίνει ποτέ πλαστικιά.. Τελικά ο μαέστρος σου έκανε κακό.. Δεν είμαστε πλέον δύο αγάλματα.. Έσπασα σε χίλια κομμάτια.. Είχες ξεχάσει δεν έπρεπε να με αφήσεις καθόλου από τα χέρια σου, θυμάσαι; μου το είχες υποσχεθεί, αλλά στο πάθος σου πάνω το ξέχασες. Το ξέρω ήθελες να με δεις να χορεύω για τελευταία φορά..
Στεναχωρέθηκες.. το ένιωσα σε πιστεύω. Δεν θέλω να μου πεις τίποτα.. Έτρεξες έφερες και σε μένα τον μαέστρο μα ποιος σου είπε ότι ήθελα να χάσω την σπάνια ομορφιά μου.. Αγαπούσα τον δημιουργό μου.. με έκανες πλαστικιά.. που είναι πλέον τον μαλλί μου που κυμάτιζε με τις αύρες του Αυγερινού.

Αλλά τώρα πια είμαστε επιτέλους μαζί.. Άσχημοι μα μαζί.. με βλέπεις να χορεύω.. Σε κάνω να χαμογελάς.. Παθιάζομαι να σου μιλάω, να σε μυρίζω, να σε αγγίζω.. Αχ το χέρι μου, πάει το χέρι μου.. Ξεκόλλησε σε εκείνη την περίεργη πιρουέτα που ήθελες να μην μ’ αφήσεις λεπτό για το σόλο μου.. Μου είχες πει δεν θέλω να σε ξαναχάσω. Δεν θα σε ξαναφήσω.. και τώρα; Δεν κατάφερες να με δεις να σου χορεύω.. γιατί πάλι μαζί θα ήμασταν ένα μέτρο πιο πέρα.. για σένα.. για να δεις την αγάπη μου..